- σιγαρέτο
- και τσιγαρέτο, το, Ν(παλ. τ.)1. το τσιγάρο2. το πούρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. sigaretta, υποκορ. τού sigaro (πρβλ. σιγάρο / τσιγάρο*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιγαρέτο — το, Ν βλ. σιγαρέτο … Dictionary of Greek